Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑγρόδρυα — juices neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υγρόδρυα — τὰ, Α βλ. ὑγρόδρυος … Dictionary of Greek
υγρόδρυος — ον, ΜΑ υδατώδης αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑγρόδρυα φυτικοί χυμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + δρῦς] … Dictionary of Greek